- ἔασιν
- ἐᾱσιν , εἰμίsumpres ind act 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLEOBULINA — Cleobuli filia, ingeniô, iudiciô animi magnitudine inclita, hexametris aenigmatica quaedam perscripsit, quorum unum adhuc extare fertur. Εἷς ὁ πατὴρ, παῖδες δὲ δυώδεκα, τῶ δὲ ἑκάςτῳ Παῖδες τριήκοντα, δίανδιχα εἰ̈δος ἔχουσαι, Αἱ μ` λευκαὶ ἔασιν… … Hofmann J. Lexicon universale
CYBISTETER — Graece Κυβιςτητῂρ, proprie cernuus, a verbo κυβιςτᾷν, cernuare. Hinc pueri in ludi sic dicti, qui capite in solo sistebant, pedibus in aerem erectis, Servius ad illud Virg. l. 12. Ain. v. 364. Et sternacis equi lapsum cervice Thymoetem. Quomodo,… … Hofmann J. Lexicon universale
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
κιθαριστής — και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) [κιθαρίζω] αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ. β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) … Dictionary of Greek